ὑποδρηστήρ

ὑποδρηστήρ
ὑπο-δρηστήρ, ῆρος (δράω): underworker, attendant, Od. 15.330†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποδρηστήρ — attendant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδρηστήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. ὑποδρήστειρα, Α 1. θεράποντας, υπηρέτης·2. (με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν υπηρέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρηστήρ / δρήστειρα (< δρῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ὑποδρηστῆρα — ὑποδρηστήρ attendant masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρηστῆρας — ὑποδρηστήρ attendant masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρηστῆρες — ὑποδρηστήρ attendant masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδρηστῆρι — ὑποδρηστήρ attendant masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδρήστειρα — ἡ, Α βλ. ὑποδρηστήρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”